- ονειραιτησία
- ὀνειραιτησία, ἡ (Α) [ονειραιτητώ]η απόσπαση αποκαλύψεων με τη διαδικασία ερμηνείας ονείρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀνειραιτησίας — ὀνειραιτησίᾱς , ὀνειραιτησία obtaining of revelations in a dream fem acc pl ὀνειραιτησίᾱς , ὀνειραιτησία obtaining of revelations in a dream fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)